- αθρεψία
- Νοσηρή κατάσταση, που εκδηλώνεται όταν το βρέφος δεν τρέφεται καλά και συνήθως μετά από πεπτικές διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από ακατάλληλη τροφή που προσφέρεται στο βρέφος, από αρρώστιες του πεπτικού σωλήνα ή από μολυσματικές ασθένειες. Το κύριο σύμπτωμα της α. είναι το αδυνάτισμα και εκδηλώνεται σχεδόν αποκλειστικά στους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους. Στην εξέλιξή της αδυνατίζει το νευρικό σύστημα και το βρέφος φαίνεται να μην έχει καμιά επιθυμία ή όρεξη. Αν η α. συνεχιστεί, δεν αποκλείεται και ο θάνατος.
* * *η (Μ ἀθρεψία)έλλειψη κανονικής θρέψης, ελλιπής θρέψη, ατροφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θρέψιςο όρος αθρεψία (πρβλ. γαλλ. athrepsie) εισήχθη από τον Pavvot το 1874 και στην ιατρική ορολογία, για να δηλώσει μια γενικότερη μορφή δυστροφίας, που παρατηρείται σε βρέφη που πάσχουν από οξείες πεπτικές διαταραχές.ΠΑΡ. αθρεψικός].
Dictionary of Greek. 2013.